- κατεσπουδασμένως
- κατεσπουδασμένως, Adv., ([etym.] κατασπουδάζομαι)A earnestly, Procop. Pers.2.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεσπουδασμένως — (Α) επίρρ. με μεγάλο ζήλο, με μεγάλη σπουδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεσπουδασμένος τού ρ. κατασπουδάζομαι] … Dictionary of Greek
κατεσπουδασμένως — κατασπουδάζομαι to be earnest perf part mp masc acc pl (doric) κατεσπουδασμένως earnestly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)